- διαμηνύω
- (Α διαμηνύω) [μηνύω]1. αναγγέλλω, ανακοινώνω2. διαβιβάζω μήνυμα3. δείχνω ή υποδεικνύω με σαφήνεια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διαμηνύω — διαμηνύω, διαμήνυσα βλ. πίν. 5 και πρβλ. διαμηνάω / διαμηνώ Σημειώσεις: διαμηνύω : σε επίσημο ύφος λόγου απαντάται και ο λόγιος αόριστος διεμήνυσα. Σπάνια είναι η χρησιμοποίηση του ρήματος στην παθητική φωνή (διαμηνύομαι) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
διαμήνυση — η (Α διαμήνυσις) [διαμηνύω] διαβίβαση μηνύματος με αγγελιαφόρο ή ειδικό αντιπρόσωπο … Dictionary of Greek
μηνύω — (ΑΜ μηνύω Μ και μηνυῶ, άω, Α και δωρ. τ. μανύω) 1. αποκαλύπτω μυστικό, καθιστώ κάτι γνωστό, φανερώνω, αποκαλύπτω («ποίου γὰρ ἀνδρὸς τήνδε μηνύει τύχην», Σοφ.) 2. εισάγω κατηγορία ή διατυπώνω καταγγελία εναντίον κάποιου («καὶ ὁ μὲν αὐτός τε καθ… … Dictionary of Greek